- παμφαίνω
- παμφαίνω (Α)1. λάμπω, απαστράπτω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», Ομ. Ιλ.)2. λευκάζω, ασπρογαλιάζω από τη λευκότητα («στήθεσι παμφαίνοντες», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος είτε με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. φαίνω (πρβλ. παπταίνω) είτε με α' συνθετικό το ουδ. τού επιθ. πᾶς (βλ. λ. παν-)].
Dictionary of Greek. 2013.